αγαπώς
Смотреть что такое "αγαπώς" в других словарях:
αγαπώς — και ός, ο, ώ, η αγαπημένος, εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος δημιουργήθηκε από ιδιάζουσα σύνταξη τού ρ. αγαπώ με την αιτ. τού άρθρου που είχε αναφορική σημασία. Η σύνταξη αυτή απαντά ήδη από τον 15ο αιώνα σε δημοτικά τραγούδια, π. χ. «τον αγαπώ (= αυτόν … Dictionary of Greek
ἀγαπῷς — ἀγαπάω greet with affection pres opt act 2nd sg ἀγαπάζω treat with affection fut opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαπός — ο βλ. αγαπώς … Dictionary of Greek